- ζουμπάς
- ο1. (τεχν.) χαλύβδινο εργαλείο για διάτρηση μετάλλων ή για ώθηση προς τα μέσα τής κεφαλής τού καρφιού η οποία προεξέχει2. μτφ. κοντός, μικρόσωμος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zimba).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζουμπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. εργαλείο που μ αυτό ανοίγουν τρύπες. 2. κοντόσωμος άνθρωπος: Ήταν κοντός, γι αυτό τον έλεγαν ζουμπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκρουστήρας — ο 1. σιδερένιο εργαλείο κατάλληλο για σφυροκόπηση σε κοιλότητες, ζουμπάς 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και παλιότερων πυροβόλων όπλων, λύκος, κόκορας … Dictionary of Greek
σβέντζος — ο, Ν πολύ κοντός και μικρόσωμος άνθρωπος, ζουμπάς … Dictionary of Greek
στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… … Dictionary of Greek
σφυρί — Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να… … Dictionary of Greek